Περιτοναϊκή κάθαρση

Η περιτοναϊκή κάθαρση είναι μια από τις τεχνικές υποκατάστασης της νεφρικής λειτουργίας στους ασθενείς τελικού σταδίου ΧΝΑ. Οι άλλες είναι η αιμοκάθαρση και η μεταμόσχευση.
Και οι τρεις μέθοδοι είναι επαρκείς ως προς το αποτέλεσμα, αλλά η επιλογή καθεμιάς εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων που έχουν να κάνουν τόσο με τον ασθενή, όσο και με την διαθεσιμότητα των τεχνικών μέσων και των ανθρώπινων και υλικών πόρων.
Και οι τρεις μέθοδοι χρησιμοποιούν κάποιου τύπου φίλτρο για τον καθαρισμό του αίματος. Το φίλτρο στην αιμοκάθαρση είναι απολύτως τεχνητό, στη μεταμόσχευση απολύτως φυσικό (το μεταμοσχευμένο νεφρό) και στη περιτοναϊκή κάθαρση φυσικό μεν αλλά έκτοπο.
Πώς γίνεται η περιτοναϊκή κάθαρση;
Η περιτοναϊκή κάθαρση χρησιμοποιεί ως φίλτρο το περιτόναιο του ασθενούς, το οποίο είναι η βιολογική μεμβράνη που επικαλύπτει εσωτερικά το κοιλιακό τοίχωμα και έρχεται ακολούθως αναδιπλούμενο να καλύψει ολοκληρωτικά και τα σπλάγχνα. Δημιουργείται έτσι ένας χώρος, ο λεγόμενος περιτοναϊκός χώρος, που μοιάζει και συμπεριφέρεται σαν ένα ελάχιστα φουσκωμένο μπαλόνι που κρατάμε μέσα στις παλάμες μας.
Η τεχνική συνίσταται στο να βάλουμε μέσα στην περιτοναϊκή κοιλότητα διάλυμα ηλεκτρολυτών τέτοιου όγκου και σύστασης ώστε ο οργανισμός μέσω του περιτοναίου να παίρνει εκείνα που χρειάζεται και να αποβάλει ότι του περισσεύει συμπεριλαμβανομένου και νερού. Αφού έχει ολοκληρωθεί ο χρόνος παραμονής του υγρού στο περιτόναιο και γίνει η ανταλλαγή των βλαβερών ουσιών και του πλεονάζοντος νερού, αφαιρούμε το διάλυμα και το αντικαθιστούμε με νέο.
Για την προσπέλαση του περιτοναίου χρησιμοποιούμε τον περιτοναϊκό καθετήρα που είναι ειδικός σωληνίσκος από βιοσυμβατά υλικά και ορισμένη μορφολογία που εμφυτεύεται είτε χειρουργικά, είτε με παρακέντηση είτε λαπαροσκοπικά σε κατάλληλη θέση μέσα στην περιτοναϊκή κοιλότητα.
Η έγχυση των υγρών γίνεται είτε χειροκίνητα είτε αυτοματοποιημένα μέσω μηχανημάτων. Η χειροκίνητη μέθοδος χρησιμοποιεί σάκους διαλύματος τους οποίους ο ίδιος ο ασθενής φροντίζει να μπουν και να βγουν στο περιτόναιο συνήθως τέσσερις φορές το 24ωρο. Η αυτοματοποιημένη μέθοδος χρησιμοποιεί μηχάνημα το οποίο προγραμματίζεται με κύκλους εισαγωγής και αφαίρεσης των υγρών, ορισμένης διάρκειας, ώστε να γίνονται 4-6 αλλαγές κατά την διάρκεια της νύχτας, όσο ο ασθενής κοιμάται.
Τι πρέπει να γίνεται από την πλευρά του ασθενούς;
Όλα αυτά βέβαια απαιτούν ιδιαίτερη κινητοποίηση από μέρους του ασθενούς και του περιβάλλοντός του και σαφή επιθυμία να το κάνει μόνος του. Προηγείται εξαντλητική εκπαίδευση στις Μονάδες Περιτοναϊκής Κάθαρσης των Νοσοκομείων, και ο ασθενής που πραγματικά θέλει είναι ενήμερος, έχει οδηγίες και είναι πρακτικά έτοιμος να αντιμετωπίσει κάθε πρόβλημα που θα ανακύψει.
Ο ασθενής βρίσκεται σε επικοινωνία με την μονάδα σε 24ωρη βάση για οδηγίες ή ότι άλλο χρειαστεί, και εισάγεται στη μονάδα αν δεν είναι εύκολα επιλύσιμο το πρόβλημά του. Η πιστή τήρηση των οδηγιών του προσωπικού της μονάδας και η σχολαστική φροντίδα της θεραπείας εκ μέρους του ασθενή είναι δυνατόν να κρατήσουν την θεραπεία για αρκετό καιρό. Με το πέρασμα του χρόνου πάντως το περιτόναιο σκληραίνει και η απόδοση της θεραπείας πέφτει, με αποτέλεσμα να καθίσταται αναγκαία η αλλαγή της μεθόδου.
Ποια είναι τα πλεονεκτήματα της μεθόδου;
- Η καθοριστική συμμετοχή του ασθενούς στην θεραπεία
- Η πιο ελεύθερη πρόσληψη υγρών
- Η εκμηδένιση των υποτασικών επεισοδίων με συνέπεια την επί μακρότερων συντήρηση της υπολειπόμενης νεφρικής λειτουργίας
- Η διατήρηση της διούρησης για μεγαλύτερο χρόνο, ιδίως αν η μέθοδος αποτελέσει χρονολογικά την πρώτη επιλογή υποκατάστασης της νεφρικής λειτουργίας.
- Η χρήση της μεθόδου για την αυτονομία των ασθενών που προτιμούν να ταξιδεύουν σε περιοχές που δεν υπάρχει μονάδα τεχνητού νεφρού και σε περιοχές δύσβατες και απομακρυσμένες όπου δεν είναι δυνατή η προγραμματισμένη προσέγγιση μονάδων τεχνητού νεφρού.
- Η χρήση της σε ασθενείς που δεν έχουν καμιά επιλογή αγγειακής προσπέλασης.
Ποια είναι τα μειονεκτήματα της μεθόδου;
Μειονέκτημα είναι ότι με το χρόνο το περιτόναιο από την μεγάλη επιβάρυνση σκληραίνει και δε λειτουργεί τόσο καλά όσο στην αρχή, με αποτέλεσμα να χρειάζεται λόγω ανεπαρκούς κάθαρσης να αλλάξει μέθοδο ο ασθενής.
Επίσης, δεν προτιμάται σε ασθενείς που έχουν προβλήματα όρασης και κινητικά προβλήματα ιδίως στα χέρια. Η μειωμένη διαθεσιμότητα της μεθόδου αποτελεί ακόμα ένα εμπόδιο στην επιλογή της.