Ηπαρίνη

Πώς χορηγείται η ηπαρίνη;
Η ηπαρίνη μπορεί να χορηγηθεί υποδορίως ή ενδοφλεβίως. Η υποδόρια ένεση γίνεται συνήθως στην περιοχή της κοιλιάς ή των μηρών. Κατά τη χορήγησή της θα πρέπει να ακολουθούνται συγκεκριμένες οδηγίες ώστε να αποφεύγονται πιθανές παρενέργειες και επιπλοκές. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ηπαρίνης (κυρίως στην κλασική της μορφή) είναι ότι απομακρύνεται εντελώς από τον οργανισμό σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτό επιτρέπει στον ιατρό να προσαρμόζει τη δόση της κάθε φορά ανάλογα με τις ανάγκες που υπάρχουν.
Σε ποιες περιπτώσεις χορηγείται η ηπαρίνη;
Μερικά παραδείγματα ασθενών στους οποίους χορηγείται η ηπαρίνη είναι τα εξής:
- Ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση
- Ασθενείς με εν τω βάθει φλεβική θρόμβωση
- Ασθενείς με πνευμονική εμβολή
- Ασθενείς με κολπική μαρμαρυγή
- Ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και παραμένουν σε ακινησία
- Ασθενείς που έχουν υποστεί καρδιακή προσβολή
- Ασθενείς με περιφερική αρτηριακή νόσο
Ηπαρίνη και Αιμοκάθαρση
Η ηπαρίνη χρησιμοποιείται συχνά κατά τη διάρκεια της αιμοκάθαρσης, κατά την οποία το αίμα φιλτράρεται έξω από το σώμα με τη χρήση ενός ειδικού μηχανήματος. Κατά την αιμοκάθαρση, η ηπαρίνη δρα ως αντιπηκτικό για την αποφυγή σχηματισμού θρόμβων του αίματος.
Η δοσολογία της ηπαρίνης παρακολουθείται ενδελεχώς από το ιατρικό προσωπικό καθ’ όλη τη διάρκεια της αιμοκάθαρσης. Σκοπός είναι να διασφαλίζεται η ασφάλεια του ασθενή, καθώς μια μεγαλύτερη δοσολογία ηπαρίνης θα μπορούσε να οδηγήσει σε αιμορραγία, ενώ μια μικρότερη δε θα μπορούσε να εξασφαλίσει την πρόληψη του σχηματισμού θρόμβων του αίματος. Παράλληλα, εκτός από τη δοσολογία της ηπαρίνης, επιπλέον δεδομένα που παρακολουθούνται από το ιατρικό προσωπικό είναι η αρτηριακή πίεση, ο καρδιακός ρυθμός και οι εξετάσεις αίματος του ασθενή. Με αυτόν τον τρόπο αξιολογείται η αποτελεσματικότητα της θεραπείας με ηπαρίνη και εντοπίζονται πιθανές παρενέργειες προτού εμφανίσουν επιπλοκές.
Είναι επίσης σημαντικό οι αιμοκαθαιρόμενοι ασθενείς να ενημερώνουν τον θεράποντα ιατρό τους σχετικά με τη λήψη φαρμάκων συνταγογραφούμενων ή μη ή συμπληρωμάτων διατροφής. Ο λόγος είναι ότι όλα τα παραπάνω μπορεί να αλληλεπιδράσουν με την ηπαρίνη, επηρεάζοντας την αποτελεσματικότητα ή ακόμη και την ασφάλειά της. Παράλληλα, οι ασθενείς που έχουν ιστορικό αιμορραγικών διαταραχών ή λαμβάνουν άλλα αντιπηκτικά φάρμακα μπορεί να μην αποτελούν ιδανικούς υποψηφίους για τη χορήγηση ηπαρίνης. Σε αυτή την περίπτωση εξετάζονται εναλλακτικές θεραπείες για την αντικατάστασή της.
Ποια συμπτώματα μπορεί να υποδηλώνουν αιμορραγία ή θρομβοπενία;
Θρομβοπενία είναι η μείωση των κυττάρων του αίματος που ευθύνονται για την πήξη του αίματος, των αιμοπεταλίων. Η ηπαρίνη μπορεί να προκαλέσει θρομβοπενία. Η αιμορραγία και η θρομβοπενία είναι δυο καταστάσεις οι οποίες εκδηλώνονται μέσω ορισμένων συμπτωμάτων και σημείων. Τα κυριότερα που σχετίζονται με αυτές είναι:
- Εύκολο μελάνιασμα
- Εξανθήματα τα οποία εμφανίζονται κατά κύριο λόγο στα κάτω άκρα
- Ρινορραγία
- Αιμορραγία από τα ούλα
- Αίμα στα ούρα ή τα κόπρανα
- Αίμα στο ορθό
- Υπερβολική απώλεια αίματος κατά την έμμηνο ρύση
- Έντονη αιμορραγία από κάποια πληγή ή κατά τη διάρκεια μιας χειρουργικής επέμβασης
Συμπερασματικά, η ασφαλής χρήση και σωστή δοσολογία της ηπαρίνης μπορεί να καθοριστεί μόνο από έναν ιατρό, αφού πρώτα λάβει υπόψη το ιατρικό ιστορικό του ασθενούς, τη γενικότερη κατάσταση της υγείας του και άλλους εξατομικευμένους παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση η ηπαρίνη θα πρέπει να λαμβάνεται μόνο με τον τρόπο που έχει ορίσει ο ιατρός για να διασφαλίζεται η υγεία του ασθενή.
